Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ

(ο κατά κόσμον Γεώργιος Παπακωνσταντίνου)


Τον «Άη Γιώργη» τον είδα πρώτη φορά στο Μοναστηράκι ένα αυγουστιάτικο απόγευμα του ’88. Μετά το προσκύνημα στο εκκλησάκι του Σωτήρος στην Πλάκα, κατηφόριζα την Αδριανού. Κάτω από μια μουριά, σύρριζα στις γραμμές του ηλεκτρικού, τον είδα να διώχνει με ένα μακρύ καλάμι τα σκυλιά. Χαμένος όπως πάντα στις σκέψεις μου, κοντοστάθηκα λίγα μέτρα μακριά του. Μπροστά του είχε απλωμένη την πραμάτεια του, εικόνες αγίων. Πλησίασα χωρίς λόγο, μιας και δεν μου αρέσουν οι εικόνες.
«Όλες χειροποίητες, φιλοτεχνημένες από μένα τον ίδιο», είπε, αλλά δεν ένιωσα να απευθύνεται σε μένα. Κι η δήλωσή του δεν ακούστηκε σαν να έχει σκοπό να κάνει το εμπόρευμα πιο ελκυστικό. Θα μάντεψε, σκέφτηκα, ότι δεν έχω κανέναν σκοπό να αγοράσω. Μα τότε, προς τι η δήλωση; Να είναι απλώς μια εκδήλωση αυταρέσκειας, μια άχρηστη πληροφορία για κάτι εξίσου άχρηστο, και για τούτο το λόγο άκρως καλλιτεχνική; Ο καλλιτέχνης δεν είναι τεχνίτης, σκέφτηκα, δεν τον ενδιαφέρει το χρήσιμο, αλλά το ωραίο. Θα πρέπει να χαμογέλασα ή και να μόρφασα με τη σκέψη αυτή, γιατί τον άκουσα να λέει: «Αν δεν σ΄αρέσουν, σήκω και φύγε, μην τις κοιτάς καν». Άκουσα τα λόγια του να βγαίνουν με δυσκολία μέσα από το στήθος του, σαν να ’βγαιναν μαζί με κομμάτια απ' την καρδιά του, αλλού με κράσεις και αλλού με χασμωδίες. Ίσως να υπέφερε από αρρυθμία.
«Πώς, μου αρέσουν», απάντησα.

Δεν μου αρέσουν οι εικόνες - γενικώς, όχι μόνο οι αγιογραφίες. Από παιδί θυμάμαι, δεν μου άρεσαν. Δεν θυμάμαι καμία εικόνα από τα παραμύθια που διάβασα. (Τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι καν να διάβασα παραμύθια.) Ίσως να έφταιγε το ότι δεν "έπιανε" το χέρι μου στη ζωγραφική. Κάθε φορά που έδειχνα κάποια ζωγραφιά μου στον πατέρα μου, έπιανε το χαρτί με χαμόγελο και προσμονή, και κάθε φορά, όταν το έφερνε κοντά στα μάτια του (είχε μυωπία, αλλά δεν το παραδεχόταν), έβλεπα την απογοήτευση. Το χαμόγελο της λαχτάρας αναβόσβηνε στα χείλη του και γινόταν ευγένεια, για να καταλήξει σε ένα αδιάφορο «Μπράβο, μπράβο». Μια τέτοια διπλή κατάφαση συνιστούσε για μένα άρνηση, με τον ίδιο τρόπο που μια διπλή άρνηση συνιστά κατάφαση. Και αυτή την άρνηση του πατέρα μου την έκανα δική μου, μαζί με τη μυωπία του και τόσα άλλα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πιστεύω ότι, κατά βάθος, ούτε σ' εκείνον θα πρέπει να άρεσαν οι εικόνες - γενικώς, όχι μόνο οι δικές μου.

«Λοιπόν;» Η πνιχτή φωνή του με συνέφερε. Σήκωσα μια εικόνα του Άη Γιώργη, παράδοξα δοσμένη. Ο άγιος ήταν πεζός, με το κοντάρι παρά πόδα, σαν τον άχαρο εκείνο Αχιλλέα στον κήπο του Αχίλλειου στην Κέρκυρα. Πίσω του κυπαρίσσια, παραταγμένα σαν φράχτης, και στο βάθος μια εκκλησία. Πουθενά δεν υπήρχε δράκος. Αν δεν ήταν γραμμένο το όνομα του αγίου μέσα στο φωτοστέφανο, θα έλεγα ότι είναι ο Δημήτριος, ο Μηνάς, ο Λογγίνος, ή κάποιος άλλος Ρωμαίος στρατιώτης που αυτομόλησε από την πατρώα θρησκεία και ασπάστηκε μια ξένη.
«Και ο δράκος; Πού είναι ο δράκος;» ρώτησα. «Τον έφαγα», μου απάντησε γελώντας κοφτά.
Εμβρόντητος σήκωσα το βλέμμα από την εικόνα, κρατώντας ακόμη το μεταίσθημα της φιγούρας του αγίου με το κοντάρι παρά πόδας. Και είδα τα κυπαρίσσια να γίνονται περικοκλάδες στο συρματόπλεγμα, η εκκλησία ερείπια αρχαίου ναού, το κοντάρι καλάμι στα χοντρά χέρια του Άη Γιώργη κι ο άγιος μ’ αυτό να διώχνει τα σκυλιά.
Δεν ξέρω ποιος φόβος με κατέλαβε κι έφυγα τρέχοντας. Εκείνος φώναζε, ούρλιαζε, αλλά του κάκου - έτρεχα τόσο γρήγορα που μέσα σε λίγα λεπτά είχε σουρουπώσει. Μόνο όταν έφτασα στο σπίτι συνειδητοποίησα ότι κρατούσα ακόμη στα χέρια μου την εικόνα του αγίου.

Δεν ξαναείδα τον Άη Γιώργη. Εκείνο το απόγευμα ήταν η μοναδική και ανεπανάληπτη φορά που μου αποκαλύφθηκε. Κάποιοι είπαν ότι πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων, τέλη του ’99. Ποιος ξέρει; Ίσως οι δράκοι που έτρωγε να φάγανε τελικά τη γέρικη καρδιά του.

Τώρα που ξανασκέφτομαι αυτή την ιστορία, δεν θυμάμαι πού έχω την εικόνα. Κάπου θα την έχω καταχωνιάσει, ίσως στο πατάρι μαζί με τα παραμύθια. Ίσως πάλι και να την έχω πετάξει - μαζί με τα παραμύθια.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Η Άκρα Ταπείνωσις


Τόν Νυμφώνα σου βλέπω,
Σωτήρ μου κεκοσμημένον,
καί ένδυμα ούκ έχω,
ίνα εισέλθω έν αυτώ,
λάμπρυνόν μου τήν στολήν τής ψυχής,
Φωτοδότα, καί σώσον με.

Υ.Γ. Η άκρα ταπείνωσις είναι αυτό που αποκαλύπτουν εκείνοι που βάλλουν. Ανίκανοι για μέθεξη, αποκλεισμένοι από τα παιδικά τους χρόνια, τους βασανίζουν ανυπεράσπιστα βιώματα... Δεν έχουν καταλάβει, πως βρίσκονται έξω από την υπόσχεση του χρόνου, πως ζουν σε χρόνο αέναης φθοράς. Πως το αμάρτημα προς το ρόδο που ανθίζει και ξανανθίζει σαν μέτρο του χρόνου, είναι αυτή η εξορία σε λόγους που εκφέρονται για να πληγώσουν βαθιά τα σπλάχνα αυτού που τα εκφέρει... Η Ανάσταση του Χρόνου είναι θεραπεία...
(Σαίρεν Κίρκεγκααρντ)

Αδέσποτη δημοσίευση της 28ης Μαρτίου 2010, 1:51 μ.μ.
Γιατί αυτό που πετάς εσύ, κάποιος άλλος μπορεί να το έχασε :)